κεραίζετον

κεραίζετον
κεραίζετον , κεραίζω
ravage
pres imperat act 2nd dual
κεραίζετον , κεραίζω
ravage
pres ind act 3rd dual
κεραίζετον , κεραίζω
ravage
pres ind act 2nd dual
κεραΐζετον , κεραίζω
ravage
pres imperat act 2nd dual
κεραΐζετον , κεραίζω
ravage
pres ind act 3rd dual
κεραΐζετον , κεραίζω
ravage
pres ind act 2nd dual
κεραίζετον , κεραίζω
ravage
imperf ind act 2nd dual (homeric ionic)
κεραΐζετον , κεραίζω
ravage
imperf ind act 2nd dual (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κεραΐζω — (ΑΜ) φονεύω, κατασφάζω (α. «τὰ κτήνη...κεραΐσαι τοῑς ξίφεσι», Σαθ. β. «Τρῶας κεράϊζε καὶ ἄλλους», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. λεηλατώ, καταστρέφω, ερημώνω (α. «σταθμοὺς ἀνθρώπων κεραΐζετον», Ομ. Ιλ. β. «εὐνὰς θανάτοις κεραϊζομένας», Ευρ.) 2. (σχετικά με… …   Dictionary of Greek

  • σταθμός — Όνομα έντεκα οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (81 κάτ., υψόμ. 90 μ.) στην επαρχία Νάουσας του νομού Ημαθίας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νάουσας. 2. Πεδινός οικισμός (8 κάτ., υψόμ. 105 μ.), στην επαρχία Λιβαδειάς του νομού Βοιωτίας. Υπάγεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”